- λινόστολος
- λῐνό-στολος, ον,A clad in linen, B.18.43, Hymn.Is. 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινόστολος — λινόστολος, ον (Α) ντυμένος με λινά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στολος (< στολή), πρβλ. εύ στολος, λευκό στολος] … Dictionary of Greek
λινόστολος — clad in linen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοστόλων — λινόστολος clad in linen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινόστολε — λινόστολος clad in linen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινοστολία — λινοστολία, ἡ (Α) [λινόστολος] το να φορά κάποιος λινά ενδύματα … Dictionary of Greek